- κλυτόνους
- κλυτόνους, -ουν και -οος, -οον (Α)ονομαστός για τον νου του και τη σοφία του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + νους (πρβλ. βραδύ-νους, οξύ-νους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλυτόφρων — κλυτόφρων, ον (Μ) φημισμένος για τη σοφία του, κλυτόνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φρων (< φρήν), πρβλ. γενναιό φρων, κραταιό φρων] … Dictionary of Greek
κλυτόνοος — famous for wisdom masc/fem nom sg κλυτόνους masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)